Μόνιμα στα λιθουανικά

Μετάφραση: μόνιμα, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nuolat, visam laikui, nuolatos, stacionariai, pastoviai
Μόνιμα στα λιθουανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μόνιμα

μόνιμα μπουκωμένη μύτη, μόνιμα μανό, μόνιμα ερωτευμένοι, μόνιμα προστυχος, μόνιμα δόντια, μόνιμα λεξικό γλώσσας λιθουανικά, μόνιμα στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • μόλυβδος στα λιθουανικά - švinas, vadovauti, vesti, skatinti, sukelti, lemti, švino, ...
  • μόλυνση στα λιθουανικά - infekcija, infekcijos, infekciją, infekcijų
  • μόνιμος στα λιθουανικά - gyventojas, pastovus, nuolatinis, nuolatinė, nuolatinį, nuolatinės, visam laikui
  • μόνο στα λιθουανικά - vienišas, vienintelis, tiktai, tik, tik tada, tik tuo
Τυχαίες λέξεις
Μόνιμα στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: nuolat, visam laikui, nuolatos, stacionariai, pastoviai