Μόνιμα στα ρουμανικά

Μετάφραση: μόνιμα, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
permanent, definitiv, permanență, în permanență, permanentă
Μόνιμα στα ρουμανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μόνιμα

μόνιμα μπουκωμένη μύτη, μόνιμα μανό, μόνιμα ερωτευμένοι, μόνιμα προστυχος, μόνιμα δόντια, μόνιμα λεξικό γλώσσας ρουμανικά, μόνιμα στα ρουμανικά

Μεταφράσεις

  • μόλυβδος στα ρουμανικά - plumb, ghida, duce, conduce, conducă, conduc
  • μόλυνση στα ρουμανικά - contagiune, infecţie, infecție, infectie, infecției, infecții, infecția
  • μόνιμος στα ρουμανικά - locuitor, durabil, permanent, permanentă, permanente, permanenta, permanent de
  • μόνο στα ρουμανικά - solitar, numai, doar, decât, singura, singurul
Τυχαίες λέξεις
Μόνιμα στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: permanent, definitiv, permanență, în permanență, permanentă