Μόνιμα στα τούρκικα
Μετάφραση: μόνιμα, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kalıcı olarak, kalıcı, sürekli, sürekli olarak, daimi
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μόνιμα
μόνιμα μπουκωμένη μύτη, μόνιμα μανό, μόνιμα ερωτευμένοι, μόνιμα προστυχος, μόνιμα δόντια, μόνιμα λεξικό γλώσσας τούρκικα, μόνιμα στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- μόλυβδος στα τούρκικα - kurşun, yol, neden, sebep, öncülük
- μόλυνση στα τούρκικα - enfeksiyon, enfeksiyonu, infeksiyon, infeksiyonu, enfeksiyonun
- μόνιμος στα τούρκικα - sürekli, dayanıklı, kalıcı, daimi, kalıcı bir, sabit
- μόνο στα τούρκικα - ıssız, biricik, sadece, yalnız, yeke, tek, ancak, ...
Τυχαίες λέξεις
Μόνιμα στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: kalıcı olarak, kalıcı, sürekli, sürekli olarak, daimi
Μεταφράσεις: kalıcı olarak, kalıcı, sürekli, sürekli olarak, daimi