Μόνιμα στα πορτογαλικά

Μετάφραση: μόνιμα, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
permanentemente, permanente, definitivamente, forma permanente, de forma permanente
Μόνιμα στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μόνιμα

μόνιμα μπουκωμένη μύτη, μόνιμα μανό, μόνιμα ερωτευμένοι, μόνιμα προστυχος, μόνιμα δόντια, μόνιμα λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, μόνιμα στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • μόλυβδος στα πορτογαλικά - ligação, conduzir, chumbo, levar, governar, dirigir, liderar, ...
  • μόλυνση στα πορτογαλικά - contagiar, infecção, poluição, contaminação, a infecção, infecção por, infecção pelo, ...
  • μόνιμος στα πορτογαλικά - permanente, ininterrupto, contínuo, duradouro, perjurar, constante, permanentes, ...
  • μόνο στα πορτογαλικά - só, somente, sozinho, apenas, único, cebola, isolado, ...
Τυχαίες λέξεις
Μόνιμα στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: permanentemente, permanente, definitivamente, forma permanente, de forma permanente