Ορμητικός στα βουλγαρικά

Μετάφραση: ορμητικός, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
буен, стремителен, необуздан, стремителна, стремителния
Ορμητικός στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ορμητικός

ορμητικός συνώνυμα, ορμητικός λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, ορμητικός στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • ορμέμφυτος στα βουλγαρικά - инстинктивен, инстинктивно, инстинктивна, инстинктивната, инстинктивното
  • ορμή στα βουλγαρικά - удар, импулс, инерция, скорост, тласък, инерцията
  • ορμόνη στα βουλγαρικά - хормон, хормона, хормони, хормон на
  • ορνιθοσκαλίσματα στα βουλγαρικά - драскулка, драсканица, съчинителствувам, Scribble, надрасквам
Τυχαίες λέξεις
Ορμητικός στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: буен, стремителен, необуздан, стремителна, стремителния