Ορμητικός στα ολλανδικά

Μετάφραση: ορμητικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
onstuimig, onstuimige, onbezonnen, impetuous, overhaast
Ορμητικός στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ορμητικός

ορμητικός συνώνυμα, ορμητικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ορμητικός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ορμέμφυτος στα ολλανδικά - luchtig, luchthartig, instinctief, instinctieve, gevoelsmatige, intuïtieve, instinctmatige
  • ορμή στα ολλανδικά - toevloed, speling, gril, bui, aandrang, voortmaken, nuk, ...
  • ορμόνη στα ολλανδικά - hormoon, hormonen, hormonale, hormoon dat
  • ορνιθοσκαλίσματα στα ολλανδικά - kattebelletje, krabbelen, scribble, gekrabbel van, Het gekrabbel
Τυχαίες λέξεις
Ορμητικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: onstuimig, onstuimige, onbezonnen, impetuous, overhaast