Ορμητικός στα πορτογαλικά

Μετάφραση: ορμητικός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
impetuoso, impetuosa, impetuosos, impetuous, impetuosas
Ορμητικός στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ορμητικός

ορμητικός συνώνυμα, ορμητικός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ορμητικός στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • ορμέμφυτος στα πορτογαλικά - instintivo, instintiva, intuitiva, instintivos, instintivas
  • ορμή στα πορτογαλικά - caprichoso, arremetidas, pressa, impugnar, arranco, acometer, capricho, ...
  • ορμόνη στα πορτογαλικά - hormônio, hormona, hormona de, hormônio do, hormônio de
  • ορνιθοσκαλίσματα στα πορτογαλικά - rabisco, rabiscar, Scribble, do Scribble, Scribble da
Τυχαίες λέξεις
Ορμητικός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: impetuoso, impetuosa, impetuosos, impetuous, impetuosas