Ορμητικός στα ιταλικά

Μετάφραση: ορμητικός, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
veemente, impetuoso, impetuosa, irruente, impetuosi, irruento
Ορμητικός στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ορμητικός

ορμητικός συνώνυμα, ορμητικός λεξικό γλώσσας ιταλικά, ορμητικός στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • ορμέμφυτος στα ιταλικά - impulsivo, istintivo, istintiva, istintivi, istintive, istinto
  • ορμή στα ιταλικά - impulso, stimolo, affollamento, premura, fretta, impatto, influsso, ...
  • ορμόνη στα ιταλικά - ormone, ormonale, dell'ormone, ormone della, ormoni
  • ορνιθοσκαλίσματα στα ιταλικά - scarabocchiare, scarabocchio, scribble, dello scarabocchio, scarabocchio del
Τυχαίες λέξεις
Ορμητικός στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: veemente, impetuoso, impetuosa, irruente, impetuosi, irruento