Ορμητικός στα σουηδικά

Μετάφραση: ορμητικός, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
häftig, häftiga, impetuous, impulsiv, impulsive
Ορμητικός στα σουηδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ορμητικός

ορμητικός συνώνυμα, ορμητικός λεξικό γλώσσας σουηδικά, ορμητικός στα σουηδικά

Μεταφράσεις

  • ορμέμφυτος στα σουηδικά - instinktiva, instinktiv, instinktivt, instinkt, fingertopps
  • ορμή στα σουηδικά - inflytande, hast, impuls, hasta, fjäsk, brådska, momentum, ...
  • ορμόνη στα σουηδικά - hormon, hormonet, hormon som
  • ορνιθοσκαλίσματα στα σουηδικά - klotter, klottra, scribble, klottrar, Frihand
Τυχαίες λέξεις
Ορμητικός στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: häftig, häftiga, impetuous, impulsiv, impulsive