Ορμητικός στα λιθουανικά
Μετάφραση: ορμητικός, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
veržlus, skubotas, audringo, karštasis, staigus
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ορμητικός
ορμητικός συνώνυμα, ορμητικός λεξικό γλώσσας λιθουανικά, ορμητικός στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- ορμέμφυτος στα λιθουανικά - instinktyvus, instinktyvi, instinktyviai, instinktyvaus, instinktinis
- ορμή στα λιθουανικά - užgaida, kaprizas, impulsas, momentas, pagreitį, impulso, pagreitis
- ορμόνη στα λιθουανικά - hormonas, hormono, hormonų, hormoną
- ορνιθοσκαλίσματα στα λιθουανικά - rašinėti, keverzojimas, keverzonė, būti rašeiva, drėksti
Τυχαίες λέξεις
Ορμητικός στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: veržlus, skubotas, audringo, karštasis, staigus
Μεταφράσεις: veržlus, skubotas, audringo, karštasis, staigus