Ορμητικός στα σλοβενικά
Μετάφραση: ορμητικός, Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
impulzivní, vihrav, vihravim, silovito, Nagel, silovit
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ορμητικός
ορμητικός συνώνυμα, ορμητικός λεξικό γλώσσας σλοβενικά, ορμητικός στα σλοβενικά
Μεταφράσεις
- ορμέμφυτος στα σλοβενικά - impulzivní, instinktivno, nagonsko, instinktivna, instinktivni, nagonski
- ορμή στα σλοβενικά - vliv, účinek, zagon, gibalna, moment, dinamika
- ορμόνη στα σλοβενικά - hormon, hormona, hormone, hormonsko
- ορνιθοσκαλίσματα στα σλοβενικά - Škrabotine, Piskarati, Čačka, Scribble
Τυχαίες λέξεις
Ορμητικός στα σλοβενικά - Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Μεταφράσεις: impulzivní, vihrav, vihravim, silovito, Nagel, silovit
Μεταφράσεις: impulzivní, vihrav, vihravim, silovito, Nagel, silovit