Ορμητικός στα ουκρανικά
Μετάφραση: ορμητικός, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
глухої, глухій, глухий, непрохідний, глухою, стрімкий, стрімке, швидкий, швидке
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ορμητικός
ορμητικός συνώνυμα, ορμητικός λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ορμητικός στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- ορμέμφυτος στα ουκρανικά - порив, спонукання, імпульс, спонука, поривши, інстинктивний, інстинктивні
- ορμή στα ουκρανικά - заперечувати, линути, спішний, очеретяний, діяти, заперечити, нащадок, ...
- ορμόνη στα ουκρανικά - гормон
- ορνιθοσκαλίσματα στα ουκρανικά - мазанина, карлючки, каракулі, кривульки, закарлючки
Τυχαίες λέξεις
Ορμητικός στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: глухої, глухій, глухий, непрохідний, глухою, стрімкий, стрімке, швидкий, швидке
Μεταφράσεις: глухої, глухій, глухий, непрохідний, глухою, стрімкий, стрімке, швидкий, швидке