Ορμητικός στα γερμανικά

Μετάφραση: ορμητικός, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
hitzköpfig, impulsiv, ungestüm, ungestümen, ungestüme, heftigen
Ορμητικός στα γερμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ορμητικός

ορμητικός συνώνυμα, ορμητικός λεξικό γλώσσας γερμανικά, ορμητικός στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • ορμέμφυτος στα γερμανικά - leitend, hitzköpfig, impulsiv, instinktiv, instinktive, instinktiven, instinktives, ...
  • ορμή στα γερμανικά - aufprall, heftigkeit, eile, beeinflussung, kaprize, eilen, anstoß, ...
  • ορμόνη στα γερμανικά - hormon, Hormon, Hormons
  • ορνιθοσκαλίσματα στα γερμανικά - schmiererei, kritzelei, kritzeln, gekritzel, Buch Zum Aufschreiben von, scribble, Skizze
Τυχαίες λέξεις
Ορμητικός στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: hitzköpfig, impulsiv, ungestüm, ungestümen, ungestüme, heftigen