Ουσιαστικός στα βουλγαρικά

Μετάφραση: ουσιαστικός, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
съществен, значителна, значително, съществена, значителен
Ουσιαστικός στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ουσιαστικός

ουσιαστικός αγγλικά, ουσιαστικόσ english, ουσιαστικός νόμος, ουσιαστικός συνώνυμα, ουσιαστικός στα αγγλικά, ουσιαστικός λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, ουσιαστικός στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • ουσιαστικά στα βουλγαρικά - почти, фактически, по същество, същество, основно, главно, съществено
  • ουσιαστικό στα βουλγαρικά - съществително, съществителното, съществително име
  • ουσιώδης στα βουλγαρικά - основен, съществен, съществено значение, от съществено значение, важно
  • οφείλω στα βουλγαρικά - дължа, дължи, дължим, дължите, дължат
Τυχαίες λέξεις
Ουσιαστικός στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: съществен, значителна, значително, съществена, значителен