Ουσιαστικός στα ισλανδικά
Μετάφραση: ουσιαστικός, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
veruleg, verulegur, verulega, verulegar, verulegum
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ουσιαστικός
ουσιαστικός αγγλικά, ουσιαστικόσ english, ουσιαστικός νόμος, ουσιαστικός συνώνυμα, ουσιαστικός στα αγγλικά, ουσιαστικός λεξικό γλώσσας ισλανδικά, ουσιαστικός στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- ουσιαστικά στα ισλανδικά - meginatriðum, í raun, í meginatriðum, fyrst og fremst, fremst
- ουσιαστικό στα ισλανδικά - nafnorð, Noun, nafnorðsins, nafnorðið
- ουσιώδης στα ισλανδικά - nauðsynlegt, nauðsynleg, mikilvægt, ómissandi, grundvallaratriði
- οφείλω στα ισλανδικά - skuldar, skulda, eigum, skuldir, skuldum
Τυχαίες λέξεις
Ουσιαστικός στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: veruleg, verulegur, verulega, verulegar, verulegum
Μεταφράσεις: veruleg, verulegur, verulega, verulegar, verulegum