Ουσιαστικός στα σλοβενικά
Μετάφραση: ουσιαστικός, Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
znaten, znatna, precejšen, precejšnje, bistvena
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ουσιαστικός
ουσιαστικός αγγλικά, ουσιαστικόσ english, ουσιαστικός νόμος, ουσιαστικός συνώνυμα, ουσιαστικός στα αγγλικά, ουσιαστικός λεξικό γλώσσας σλοβενικά, ουσιαστικός στα σλοβενικά
Μεταφράσεις
- ουσιαστικά στα σλοβενικά - v bistvu, bistveno, bistvu, v glavnem, predvsem
- ουσιαστικό στα σλοβενικά - samostalnik, noun
- ουσιώδης στα σλοβενικά - základní, bistvena, bistvenega pomena, bistveno, nujno, ključnega pomena
- οφείλω στα σλοβενικά - Dolžan, dolžni, dolgujemo, dolguješ, dolgujete
Τυχαίες λέξεις
Ουσιαστικός στα σλοβενικά - Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Μεταφράσεις: znaten, znatna, precejšen, precejšnje, bistvena
Μεταφράσεις: znaten, znatna, precejšen, precejšnje, bistvena