Ουσιαστικός στα ισπανικά
Μετάφραση: ουσιαστικός, Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
sólido, macizo, fuerte, considerable, sustancial, importante, substancial, sustanciales
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ουσιαστικός
ουσιαστικός αγγλικά, ουσιαστικόσ english, ουσιαστικός νόμος, ουσιαστικός συνώνυμα, ουσιαστικός στα αγγλικά, ουσιαστικός λεξικό γλώσσας ισπανικά, ουσιαστικός στα ισπανικά
Μεταφράσεις
- ουσιαστικά στα ισπανικά - esencialmente, fundamentalmente, básicamente, esencia, en esencia
- ουσιαστικό στα ισπανικά - sustantivo, sust, nombre, noun, nominal
- ουσιώδης στα ισπανικά - primario, imprescindible, esencial, indispensable, vital, fundamental, esenciales
- οφείλω στα ισπανικά - deber, debo, deba, adeudar, deberle
Τυχαίες λέξεις
Ουσιαστικός στα ισπανικά - Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Μεταφράσεις: sólido, macizo, fuerte, considerable, sustancial, importante, substancial, sustanciales
Μεταφράσεις: sólido, macizo, fuerte, considerable, sustancial, importante, substancial, sustanciales