Ουσιαστικός στα λιθουανικά
Μετάφραση: ουσιαστικός, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
grynas, esminis, didelė, didelis, didelę, esminė
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ουσιαστικός
ουσιαστικός αγγλικά, ουσιαστικόσ english, ουσιαστικός νόμος, ουσιαστικός συνώνυμα, ουσιαστικός στα αγγλικά, ουσιαστικός λεξικό γλώσσας λιθουανικά, ουσιαστικός στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- ουσιαστικά στα λιθουανικά - beveik, iš esmės, esmės, esmės yra
- ουσιαστικό στα λιθουανικά - daiktavardis, noun, Vertimai, vnt, Lietuviškai
- ουσιώδης στα λιθουανικά - esminis, svarbus, svarbu, būtina, būtinas
- οφείλω στα λιθουανικά - skolingas, skolingi, skolingus, privalome, dėkingi
Τυχαίες λέξεις
Ουσιαστικός στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: grynas, esminis, didelė, didelis, didelę, esminė
Μεταφράσεις: grynas, esminis, didelė, didelis, didelę, esminė