Ουσιαστικός στα ρουμανικά
Μετάφραση: ουσιαστικός, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
masiv, substanțial, substanțială, substanțiale, substantiala, semnificativă
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ουσιαστικός
ουσιαστικός αγγλικά, ουσιαστικόσ english, ουσιαστικός νόμος, ουσιαστικός συνώνυμα, ουσιαστικός στα αγγλικά, ουσιαστικός λεξικό γλώσσας ρουμανικά, ουσιαστικός στα ρουμανικά
Μεταφράσεις
- ουσιαστικά στα ρουμανικά - aproape, în esență,, esență, în esență, în principal
- ουσιαστικό στα ρουμανικά - substantiv, Noun
- ουσιώδης στα ρουμανικά - fundamental, necesitate, esențial, esențială, esențiale, esential, esentiala
- οφείλω στα ρουμανικά - datora, datorez, datorezi, datorează, dator
Τυχαίες λέξεις
Ουσιαστικός στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: masiv, substanțial, substanțială, substanțiale, substantiala, semnificativă
Μεταφράσεις: masiv, substanțial, substanțială, substanțiale, substantiala, semnificativă