Παλιμβουλία στα βουλγαρικά
Μετάφραση: παλιμβουλία, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
непостоянство, tergiversator
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: παλιμβουλία
παλιμβουλία λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, παλιμβουλία στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- παλιάνθρωπος στα βουλγαρικά - подлец, негодяй, скункс, скунк, мерзавец, скункса
- παλικαρισμός στα βουλγαρικά - тормоза, тормоз, малтретиране, насилието, на тормоза
- παλλόμενος στα βουλγαρικά - пулсиращ, пулсираща, пулсиращо, пулсирането, пулсира
- παλμός στα βουλγαρικά - туптене, пулсиране, биене, трептя, удар на сърцето
Τυχαίες λέξεις
Παλιμβουλία στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: непостоянство, tergiversator
Μεταφράσεις: непостоянство, tergiversator