Παλιμβουλία στα ουκρανικά

Μετάφραση: παλιμβουλία, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
tergiversator
Παλιμβουλία στα ουκρανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: παλιμβουλία

παλιμβουλία λεξικό γλώσσας ουκρανικά, παλιμβουλία στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • παλιάνθρωπος στα ουκρανικά - негідник, ледащо, скунс
  • παλικαρισμός στα ουκρανικά - бравада, залякуючий, залякує, що залякує
  • παλλόμενος στα ουκρανικά - поразку, збивання, пороття, побої, поразка, пульсуючий, пульсуюче, ...
  • παλμός στα ουκρανικά - хвилювання, збентеження, биття, пульсація, пульсуючий
Τυχαίες λέξεις
Παλιμβουλία στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: tergiversator