Παλιμβουλία στα λιθουανικά
Μετάφραση: παλιμβουλία, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tergiversator
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: παλιμβουλία
παλιμβουλία λεξικό γλώσσας λιθουανικά, παλιμβουλία στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- παλιάνθρωπος στα λιθουανικά - niekšas, skunkas, skunk, bjaurybė, nugalėti
- παλικαρισμός στα λιθουανικά - įgąsdinimas, Patyčios, patyčių, priekabiavimo, priekabiavimas
- παλλόμενος στα λιθουανικά - pulsuojanti, pulsuojantis, pulsuojantį, pulsating, pulsuoja
- παλμός στα λιθουανικά - pulsas, tvinkčiojimas, plazdėti, jaudinimasis, ritmingai gausti, daužytis
Τυχαίες λέξεις
Παλιμβουλία στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: tergiversator
Μεταφράσεις: tergiversator