Παλιμβουλία στα κροατικά
Μετάφραση: παλιμβουλία, Λεξικό: ελληνικά » κροατικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
κροατικά
Μεταφράσεις:
tergiversator
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: παλιμβουλία
παλιμβουλία λεξικό γλώσσας κροατικά, παλιμβουλία στα κροατικά
Μεταφράσεις
- παλιάνθρωπος στα κροατικά - gad, hulja, nitkov, tvor, Skunk, tvora, podlac, ...
- παλικαρισμός στα κροατικά - bullying, nasilničko ponašanje, nasilničkog ponašanja, zlostavljanje na radnom mjestu, nasilničko
- παλλόμενος στα κροατικά - pulsiranje, izbijanje, pulsirajuća, pulsira, pulsating, pulsirajući, pulsirala
- παλμός στα κροατικά - otkucaj, puls, impuls, raspoloženje, podrhtavanje, lupati, lupanje, ...
Τυχαίες λέξεις
Παλιμβουλία στα κροατικά - Λεξικό: ελληνικά » κροατικά
Μεταφράσεις: tergiversator
Μεταφράσεις: tergiversator