Παλιμβουλία στα δανικά

Μετάφραση: παλιμβουλία, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
tergiversator
Παλιμβουλία στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: παλιμβουλία

παλιμβουλία λεξικό γλώσσας δανικά, παλιμβουλία στα δανικά

Μεταφράσεις

  • παλιάνθρωπος στα δανικά - skunk, stinkdyr, til Skunk, stinkdyret
  • παλικαρισμός στα δανικά - mobning, af mobning, mobningen
  • παλλόμενος στα δανικά - pulserende, pulserer
  • παλμός στα δανικά - puls, hjerteslag, dunk, banke, dunke, at banke, throb
Τυχαίες λέξεις
Παλιμβουλία στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: tergiversator