Παλιμβουλία στα ουγγρικά
Μετάφραση: παλιμβουλία, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tergiversator
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: παλιμβουλία
παλιμβουλία λεξικό γλώσσας ουγγρικά, παλιμβουλία στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- παλιάνθρωπος στα ουγγρικά - csibész, bűzös borz, Skunk, görény, borz, görénynek
- παλικαρισμός στα ουγγρικά - virtuskodás, megfélemlítés, zaklatás, a megfélemlítés, bántalmazás, zaklatást
- παλλόμενος στα ουγγρικά - kudarc, hírig, ütleg, szívdobogás, zuhogó, lavírozás, sulykolás, ...
- παλμός στα ουγγρικά - érverés, pulzus, hüvelyesek, dobog, lüktet, lüktetés, lüktetett, ...
Τυχαίες λέξεις
Παλιμβουλία στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: tergiversator
Μεταφράσεις: tergiversator