Παλιμβουλία στα σλαβομακεδονικά

Μετάφραση: παλιμβουλία, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
tergiversator
Παλιμβουλία στα σλαβομακεδονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: παλιμβουλία

παλιμβουλία λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, παλιμβουλία στα σλαβομακεδονικά

Μεταφράσεις

  • παλιάνθρωπος στα σλαβομακεδονικά - изигравам, подлец, плаќа, не плаќа, скункс
  • παλικαρισμός στα σλαβομακεδονικά - силеџиство, малтретирањето, малтретирање, заплашувањето, насилничкото
  • παλλόμενος στα σλαβομακεδονικά - пулсирачки, пулсирање, пулсира, пулсирачка, пулсирачката
  • παλμός στα σλαβομακεδονικά - пулсот, трепет, пулсирам, throb
Τυχαίες λέξεις
Παλιμβουλία στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: tergiversator