Παλιμβουλία στα λευκορωσικά
Μετάφραση: παλιμβουλία, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
tergiversator
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: παλιμβουλία
παλιμβουλία λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, παλιμβουλία στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- παλιάνθρωπος στα λευκορωσικά - скунс, скунс знiшчае
- παλικαρισμός στα λευκορωσικά - запалохваць, запалохвала, запалохваў, запалохвае, запалохвалі
- παλλόμενος στα λευκορωσικά - пульсавалы, пульсуючы, пульсаваў, які пульсаваў, пульсавалая
- παλμός στα λευκορωσικά - пульсацыя
Τυχαίες λέξεις
Παλιμβουλία στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: tergiversator
Μεταφράσεις: tergiversator