Πενιχρός στα βουλγαρικά

Μετάφραση: πενιχρός, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
бедней, изтъркан, опърпан, занемарен, бедняшки, дрипав
Πενιχρός στα βουλγαρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πενιχρός

πενιχρός συνώνυμο, πενιχρός αντώνυμο, πενιχρός λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, πενιχρός στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • πενία στα βουλγαρικά - бедност, нищета, немотия, на бедност, неотложни случаи
  • πενθώ στα βουλγαρικά - тъгувам, скърбя, скърбят, жалее, наскърбените
  • πεντάδα στα βουλγαρικά - квинтет, пет, петте, и петте, и пет, от пет
  • πεντηκοστός στα βουλγαρικά - петдесети, петдесетата, петдесетия, петдесета
Τυχαίες λέξεις
Πενιχρός στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: бедней, изтъркан, опърпан, занемарен, бедняшки, дрипав