Πενιχρός στα τούρκικα
Μετάφραση: πενιχρός, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
az, mutsuz, sefil, yoksul, zavallı, perişan, eski püskü, düşkün, shabby, püskü
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πενιχρός
πενιχρός συνώνυμο, πενιχρός αντώνυμο, πενιχρός λεξικό γλώσσας τούρκικα, πενιχρός στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- πενία στα τούρκικα - yoksulluk, parasızlık, indigence, fakirlik, yoksullluk
- πενθώ στα τούρκικα - ağlamak, yas, yasını, yas tutma, yas tutmak
- πεντάδα στα τούρκικα - beş
- πεντηκοστός στα τούρκικα - ellinci, fiftieth, ellide, olarak ellinci
Τυχαίες λέξεις
Πενιχρός στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: az, mutsuz, sefil, yoksul, zavallı, perişan, eski püskü, düşkün, shabby, püskü
Μεταφράσεις: az, mutsuz, sefil, yoksul, zavallı, perişan, eski püskü, düşkün, shabby, püskü