Πενιχρός στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: πενιχρός, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
излитена, стара, занемарен, запуштените, парталави
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πενιχρός
πενιχρός συνώνυμο, πενιχρός αντώνυμο, πενιχρός λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, πενιχρός στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- πενία στα σλαβομακεδονικά - indigence
- πενθώ στα σλαβομακεδονικά - тагуваат, оплакуваат, тагува, тагуваме, жали
- πεντάδα στα σλαβομακεδονικά - пет, од пет, Петка, петте, петмина
- πεντηκοστός στα σλαβομακεδονικά - педесеттата, педесетти, педесетгодишнината, педесетиот, Петдесетата
Τυχαίες λέξεις
Πενιχρός στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: излитена, стара, занемарен, запуштените, парталави
Μεταφράσεις: излитена, стара, занемарен, запуштените, парталави