Πενιχρός στα δανικά
Μετάφραση: πενιχρός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
fattig, dårlig, ond, slet, lurvet, shabby, lurvede
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πενιχρός
πενιχρός συνώνυμο, πενιχρός αντώνυμο, πενιχρός λεξικό γλώσσας δανικά, πενιχρός στα δανικά
Μεταφράσεις
- πενία στα δανικά - fattigdom, indigence, trang, social nød, armod, trangssituation
- πενθώ στα δανικά - beklage, begræde, sørge, sørger, sørge over, sørger over
- πεντάδα στα δανικά - fem, på fem
- πεντηκοστός στα δανικά - halvtredsindstyvende, halvtredsindstyvendedel
Τυχαίες λέξεις
Πενιχρός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: fattig, dårlig, ond, slet, lurvet, shabby, lurvede
Μεταφράσεις: fattig, dårlig, ond, slet, lurvet, shabby, lurvede