Πενιχρός στα σουηδικά

Μετάφραση: πενιχρός, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
stackars, usel, dålig, ynklig, mager, fattig, rörande, olycklig, torftig, sjaskig, illa, lumpen, shabby, sjaskigt
Πενιχρός στα σουηδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πενιχρός

πενιχρός συνώνυμο, πενιχρός αντώνυμο, πενιχρός λεξικό γλώσσας σουηδικά, πενιχρός στα σουηδικά

Μεταφράσεις

  • πενία στα σουηδικά - fattigdom, indigence, utfattighet, medellöshet, armod
  • πενθώ στα σουηδικά - sörja, bedröva, sörjer, hålla dödsklagan, att sörja, jämra
  • πεντάδα στα σουηδικά - fem, five
  • πεντηκοστός στα σουηδικά - femtionde, femtio, femtiondedel, femtiondel
Τυχαίες λέξεις
Πενιχρός στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: stackars, usel, dålig, ynklig, mager, fattig, rörande, olycklig, torftig, sjaskig, illa, lumpen, shabby, sjaskigt