Πενιχρός στα λιθουανικά

Μετάφραση: πενιχρός, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
skurdus, vargšas, nelaimingas, apšepęs, apdriskęs, padėvėtas, nuskuręs
Πενιχρός στα λιθουανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πενιχρός

πενιχρός συνώνυμο, πενιχρός αντώνυμο, πενιχρός λεξικό γλώσσας λιθουανικά, πενιχρός στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • πενία στα λιθουανικά - skurdas, skurdumas, vargas, nepasiturėjimas, Niezamożność, Skurdas, neturtas
  • πενθώ στα λιθουανικά - gedėti, apraudoti, gedi, liūdėti, liūdnokas
  • πεντάδα στα λιθουανικά - penki, penkerių, penkių, penkerius, penkis
  • πεντηκοστός στα λιθουανικά - penkiasdešimtas, šeštojo, penkiasdešimtieji, šeštojo dešimtmečio, penkiasdešimtuosius
Τυχαίες λέξεις
Πενιχρός στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: skurdus, vargšas, nelaimingas, apšepęs, apdriskęs, padėvėtas, nuskuręs