Πενιχρός στα νορβηγικά

Μετάφραση: πενιχρός, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
dårlig, ynkelig, elendig, mager, ulykkelig, ussel, fattig, stakkars, shabby, loslitt, slitt
Πενιχρός στα νορβηγικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πενιχρός

πενιχρός συνώνυμο, πενιχρός αντώνυμο, πενιχρός λεξικό γλώσσας νορβηγικά, πενιχρός στα νορβηγικά

Μεταφράσεις

  • πενία στα νορβηγικά - fattigdom, indigence, nød
  • πενθώ στα νορβηγικά - sørge, sørger, sørge over, å sørge, sørger over
  • πεντάδα στα νορβηγικά - fem, five
  • πεντηκοστός στα νορβηγικά - femti, femtiende, femtidel, femtende, femtinde
Τυχαίες λέξεις
Πενιχρός στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: dårlig, ynkelig, elendig, mager, ulykkelig, ussel, fattig, stakkars, shabby, loslitt, slitt