Πενιχρός στα εσθονικά
Μετάφραση: πενιχρός, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vaene, vilets, närune, räbal, shabby, kulunud, narmendav
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πενιχρός
πενιχρός συνώνυμο, πενιχρός αντώνυμο, πενιχρός λεξικό γλώσσας εσθονικά, πενιχρός στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- πενία στα εσθονικά - vaesus, indigence
- πενθώ στα εσθονικά - leinama, leinata, kurvad, leinavad, leiname
- πεντάδα στα εσθονικά - kvintett, viis, viie, viiest, viieks, viit
- πεντηκοστός στα εσθονικά - viiekümnes, viiekümnendat, viiekümnenda, viiekümnendik, viiekümnendal
Τυχαίες λέξεις
Πενιχρός στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: vaene, vilets, närune, räbal, shabby, kulunud, narmendav
Μεταφράσεις: vaene, vilets, närune, räbal, shabby, kulunud, narmendav