Πενιχρός στα πορτογαλικά

Μετάφραση: πενιχρός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pobre, mau, coitado, miserável, lastimável, popa, gasto, roto, shabby, decaído
Πενιχρός στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πενιχρός

πενιχρός συνώνυμο, πενιχρός αντώνυμο, πενιχρός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, πενιχρός στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • πενία στα πορτογαλικά - pobreza, derrame, indigência, de indigência, da indigência, a indigência, indigence
  • πενθώ στα πορτογαλικά - acabrunhar, afligir, desprazer, grade, sofrer, chorar, lamentar, ...
  • πεντάδα στα πορτογαλικά - cinco, de cinco, cinco anos
  • πεντηκοστός στα πορτογαλικά - quinta, quinto, quinquagésima, quinquagésimo, fiftieth, qüinquagésimo, cinqüenta, ...
Τυχαίες λέξεις
Πενιχρός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: pobre, mau, coitado, miserável, lastimável, popa, gasto, roto, shabby, decaído