Πενιχρός στα ουκρανικά

Μετάφραση: πενιχρός, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
корми, негідник, сердешний, лугової, луговою, луговій, нещасливий, луговий, нещасний, потертий, витертий, потерта
Πενιχρός στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πενιχρός

πενιχρός συνώνυμο, πενιχρός αντώνυμο, πενιχρός λεξικό γλώσσας ουκρανικά, πενιχρός στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • πενία στα ουκρανικά - незадоволений, бідність, злидні, убогість
  • πενθώ στα ουκρανικά - гори, убиватися, побиватися, сумувати, горювати, оплакувати, за ним голосити, ...
  • πεντάδα στα ουκρανικά - квінтесенції, п'ять, п`ять, п'ятеро
  • πεντηκοστός στα ουκρανικά - п'ятдесятий, п'ятидесятий, п'ятидесята, п'ятидесятим, п'ятидесяте
Τυχαίες λέξεις
Πενιχρός στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: корми, негідник, сердешний, лугової, луговою, луговій, нещасливий, луговий, нещасний, потертий, витертий, потерта