Πιάνομαι στα βουλγαρικά
Μετάφραση: πιάνομαι, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
дръжка, хващане, хватка, сцепление, захват
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πιάνομαι
πιάνομαι εξ απήνης, πιάνομαι λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, πιάνομαι στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- πηδώ στα βουλγαρικά - скок, скочи, скачат, да скочи, прескача
- πηνίο στα βουλγαρικά - макара, макарата, шпула, буфера
- πιάνω στα βουλγαρικά - хватка, ограда за добитък, Corral, ограда, Корал
- πιάτο στα βουλγαρικά - курс, блюдо, ястие, чиния, антена, съд
Τυχαίες λέξεις
Πιάνομαι στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: дръжка, хващане, хватка, сцепление, захват
Μεταφράσεις: дръжка, хващане, хватка, сцепление, захват