Πιάνομαι στα πορτογαλικά
Μετάφραση: πιάνομαι, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
aperto, aderência, punho, pega, controle
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πιάνομαι
πιάνομαι εξ απήνης, πιάνομαι λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, πιάνομαι στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- πηδώ στα πορτογαλικά - saltar, julho, salto, pulo, debruçar, pular, ir, ...
- πηνίο στα πορτογαλικά - bobina, colher, carretel, de spool, spool de, de carretel
- πιάνω στα πορτογαλικά - moer, maleta, colher, prisão, aferrar, gráficos, agarrar, ...
- πιάτο στα πορτογαλικά - naturalmente, repugnar, placa, aversão, chapa, cotação, travessa, ...
Τυχαίες λέξεις
Πιάνομαι στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: aperto, aderência, punho, pega, controle
Μεταφράσεις: aperto, aderência, punho, pega, controle