Πιάνομαι στα γαλλικά

Μετάφραση: πιάνομαι, Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
s'attacher, coller, tenir, s'accrocher, adhérer, détenir, maintenir, poignée, prise, adhérence, préhension, emprise
Πιάνομαι στα γαλλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πιάνομαι

πιάνομαι εξ απήνης, πιάνομαι λεξικό γλώσσας γαλλικά, πιάνομαι στα γαλλικά

Μεταφράσεις

  • πηδώ στα γαλλικά - bond, sauter, sautez, saillie, sautent, obstacle, cabriole, ...
  • πηνίο στα γαλλικά - spirale, enrouler, ronde, disque, recoquiller, rôle, bobine, ...
  • πιάνω στα γαλλικά - atteindre, agriffent, serre, maîtrise, empoignent, intercepter, harponner, ...
  • πιάτο στα γαλλικά - assiette, trivial, récipient, taux, direction, lame, tablette, ...
Τυχαίες λέξεις
Πιάνομαι στα γαλλικά - Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Μεταφράσεις: s'attacher, coller, tenir, s'accrocher, adhérer, détenir, maintenir, poignée, prise, adhérence, préhension, emprise