Πιάνομαι στα ολλανδικά
Μετάφραση: πιάνομαι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kleven, greep, houvast, grip, handgreep, handvat
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πιάνομαι
πιάνομαι εξ απήνης, πιάνομαι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, πιάνομαι στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- πηδώ στα ολλανδικά - sprong, springen, spring, te springen, springt
- πηνίο στα ολλανδικά - rol, spoel, bobine, klos, spool, de spoel, spoelen
- πιάνω στα ολλανδικά - vatten, vangst, vastpakken, aanfloepen, houvast, greep, inhalen, ...
- πιάτο στα ολλανδικά - baan, leergang, plak, cursus, route, loop, traject, ...
Τυχαίες λέξεις
Πιάνομαι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: kleven, greep, houvast, grip, handgreep, handvat
Μεταφράσεις: kleven, greep, houvast, grip, handgreep, handvat