Πιάνομαι στα δανικά

Μετάφραση: πιάνομαι, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
greb, grebet, grip, vejgreb, gribe
Πιάνομαι στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πιάνομαι

πιάνομαι εξ απήνης, πιάνομαι λεξικό γλώσσας δανικά, πιάνομαι στα δανικά

Μεταφράσεις

  • πηδώ στα δανικά - springe, spring, hop, hoppe, løber, jump, hopper
  • πηνίο στα δανικά - ring, spole, spolen, spool, trådrullen
  • πιάνω στα δανικά - håndtag, hank, fange, gribe, kobling, hestestald, indhegning, ...
  • πιάτο στα δανικά - fad, kursus, tallerken, bane, parabol, skålen, skål, ...
Τυχαίες λέξεις
Πιάνομαι στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: greb, grebet, grip, vejgreb, gribe