Πιάνομαι στα ιταλικά

Μετάφραση: πιάνομαι, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
presa, impugnatura, aderenza, manopola, morsa
Πιάνομαι στα ιταλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πιάνομαι

πιάνομαι εξ απήνης, πιάνομαι λεξικό γλώσσας ιταλικά, πιάνομαι στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • πηδώ στα ιταλικά - balzo, salto, saltellare, lancio, balzare, saltare, scavalcare, ...
  • πηνίο στα ιταλικά - bobina, spira, serpentina, rullo, ruolo, rotolo, spool, ...
  • πιάνω στα ιταλικά - accalappiare, orecchia, adunghiare, ansa, agguantare, capire, innesto, ...
  • πιάτο στα ιταλικά - pietanza, vivanda, placca, decorso, corso, lamina, andamento, ...
Τυχαίες λέξεις
Πιάνομαι στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: presa, impugnatura, aderenza, manopola, morsa