Πληθωριστικός στα βουλγαρικά

Μετάφραση: πληθωριστικός, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
инфлационен, инфлационния, инфлационна, инфлационната, инфлационният
Πληθωριστικός στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πληθωριστικός

πληθωριστικός λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, πληθωριστικός στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • πληγώνω στα βουλγαρικά - съсипвам, унищожавам, читав, повреда, вреда
  • πληθυσμός στα βουλγαρικά - население, населението, жители, популация, на населението
  • πληθώρα στα βουλγαρικά - наводнение, бунт, излишество, преситеност, множество, изобилие, плетора
  • πληκτικός στα βουλγαρικά - скучния, безинтересен, безинтересно, безинтересна, скучен, безинтересни
Τυχαίες λέξεις
Πληθωριστικός στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: инфлационен, инфлационния, инфлационна, инфлационната, инфлационният