Πληθωριστικός στα λευκορωσικά

Μετάφραση: πληθωριστικός, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
інфляцыйны
Πληθωριστικός στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πληθωριστικός

πληθωριστικός λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, πληθωριστικός στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • πληγώνω στα λευκορωσικά - блага, scathe
  • πληθυσμός στα λευκορωσικά - насельніцтва
  • πληθώρα στα λευκορωσικά - багацце, багацьце, дастатак, надмернасьць
  • πληκτικός στα λευκορωσικά - глухi, нецікавы, нецікавае
Τυχαίες λέξεις
Πληθωριστικός στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: інфляцыйны