Πληθωριστικός στα ιταλικά
Μετάφραση: πληθωριστικός, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
inflazionistico, inflazionistica, inflazionistiche, inflazione, inflazionistici
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πληθωριστικός
πληθωριστικός λεξικό γλώσσας ιταλικά, πληθωριστικός στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- πληγώνω στα ιταλικά - ferire, guaio, scathe
- πληθυσμός στα ιταλικά - popolazione, frazione, della popolazione, la popolazione, popolazione di
- πληθώρα στα ιταλικά - inondazione, pletora, miriade, moltitudine, gran numero, molteplicità
- πληκτικός στα ιταλικά - ottuso, tedioso, spuntato, scuro, insipido, cupo, uggioso, ...
Τυχαίες λέξεις
Πληθωριστικός στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: inflazionistico, inflazionistica, inflazionistiche, inflazione, inflazionistici
Μεταφράσεις: inflazionistico, inflazionistica, inflazionistiche, inflazione, inflazionistici