Πληθωριστικός στα σλοβενικά
Μετάφραση: πληθωριστικός, Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
inflacijski, inflacijskih, inflacije, inflacijsko, inflacijo
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πληθωριστικός
πληθωριστικός λεξικό γλώσσας σλοβενικά, πληθωριστικός στα σλοβενικά
Μεταφράσεις
- πληγώνω στα σλοβενικά - scathe
- πληθυσμός στα σλοβενικά - prebivalstvo, prebivalstva, populacija, prebivalcev, populacije
- πληθώρα στα σλοβενικά - množico, obilice, obilica, cela, množica
- πληκτικός στα σλοβενικά - nezanimivo, nezanimiva, nezanimiv, nezanimivi, nezanimivih
Τυχαίες λέξεις
Πληθωριστικός στα σλοβενικά - Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Μεταφράσεις: inflacijski, inflacijskih, inflacije, inflacijsko, inflacijo
Μεταφράσεις: inflacijski, inflacijskih, inflacije, inflacijsko, inflacijo