Πληθωριστικός στα ρωσικά

Μετάφραση: πληθωριστικός, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
инфляционный, инфляционная, инфляционное, инфляции, инфляционного
Πληθωριστικός στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πληθωριστικός

πληθωριστικός λεξικό γλώσσας ρωσικά, πληθωριστικός στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • πληγώνω στα ρωσικά - ущерб, ранить, обиженный, обижать, болеть, обида, расшибать, ...
  • πληθυσμός στα ρωσικά - заселение, все, население, народонаселение, житель, населенность, населения, ...
  • πληθώρα στα ρωσικά - поток, бунтовать, буянить, излияние, дебош, бунт, наплыв, ...
  • πληκτικός στα ρωσικά - тошный, многословный, отупелый, тупой, угрюмый, глуповатый, невосприимчивый, ...
Τυχαίες λέξεις
Πληθωριστικός στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: инфляционный, инфляционная, инфляционное, инфляции, инфляционного