Πληθωριστικός στα κροατικά
Μετάφραση: πληθωριστικός, Λεξικό: ελληνικά » κροατικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
κροατικά
Μεταφράσεις:
inflacioni, inflatorni, inflatornih, inflacijski, inflatorne
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πληθωριστικός
πληθωριστικός λεξικό γλώσσας κροατικά, πληθωριστικός στα κροατικά
Μεταφράσεις
- πληγώνω στα κροατικά - povreda, rana, šteta, izgrditi, oštetiti
- πληθυσμός στα κροατικά - populacijska, pučanstvo, populacija, populaciji, stanovništvo, stanovništva, stanovnika, ...
- πληθώρα στα κροατικά - nered, bjesnjeti, bujica, bučati, razuzdanost, džumbus, prezasićenost, ...
- πληκτικός στα κροατικά - nejasna, taman, tegoban, nezanimljiv, mučan, dosadan, nejasan, ...
Τυχαίες λέξεις
Πληθωριστικός στα κροατικά - Λεξικό: ελληνικά » κροατικά
Μεταφράσεις: inflacioni, inflatorni, inflatornih, inflacijski, inflatorne
Μεταφράσεις: inflacioni, inflatorni, inflatornih, inflacijski, inflatorne