Πληθωριστικός στα τούρκικα
Μετάφραση: πληθωριστικός, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
enflasyon, enflasyonist, enflasyonist bir, enflasyonun
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πληθωριστικός
πληθωριστικός λεξικό γλώσσας τούρκικα, πληθωριστικός στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- πληγώνω στα τούρκικα - yara, yaralamak, acımak, ağrı, incitmek, kötülük, acı, ...
- πληθυσμός στα τούρκικα - nüfus, nüfusu, nüfusun, nüfusunun, popülasyon
- πληθώρα στα τούρκικα - kargaşalık, sefahat, bolluk, plethora, bolluğu, çokluğu, kan toplanması
- πληκτικός στα τούρκικα - sıkıcı, donuk, ilgi çekmeyen, ilginç, çekmeyen, uninteresting, ilginç olmayan
Τυχαίες λέξεις
Πληθωριστικός στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: enflasyon, enflasyonist, enflasyonist bir, enflasyonun
Μεταφράσεις: enflasyon, enflasyonist, enflasyonist bir, enflasyonun